- μπρασελέ
- τοείδος μεταλλικού κατασκευάσματος που χρησιμοποιείται ως βραχιόλι για τη στήριξη ρολογιών χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. bracelet, υποκορ. τού bras «βραχίονας» < αρχ. γαλλ. braz < λατ. bracchium < βραχίων].
Dictionary of Greek. 2013.